ανατρέπω


ανατρέπω
Προφορά

Ετυμολογία
ανατρέπω αρχαία ελληνική ἀνα – τρέπω

Ερμηνεία
ρήμα ανατρέπω

✦ αναποδογυρίζω
✦ καθαιρώ, καταργώ, καταλύω
✦ αποδείχνω κάτι ως εσφαλμένο
(μτφ. ) ματαιώνω: ανατράπηκαν τα σχέδιά του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.