ανατολιστής


ανατολιστής
Προφορά

Ετυμολογία
ανατολιστής Ανατολή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ανατολιστής

✦ ο επιστήμονας, που μελετά τη γλώσσα και, γενικά, τον πολιτισμό των λαών της Ανατολής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.