ανατολίτισσα


ανατολίτισσα
Προφορά

Ετυμολογία
ανατολίτισσα Ανατολή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ανατολίτισσα

✦ θηλ. ανατολίτισσα (Κ -ίτις, -ιδος) ο κάτοικος της Ανατολής ή ο καταγόμενος από την Ανατολή
✦ ο αρεσκόμενος να ζει όπως οι άνθρωποι της Ανατολής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.