ανατοκίζω


ανατοκίζω
Προφορά

Ετυμολογία
ανατοκίζω ανα-τοκίζω

Ερμηνεία
ρήμα ανατοκίζω

✦ τοκίζω ξανά, προσθέτω στο κεφάλαιο και τους τόκους του, για να δώσει νέο τόκο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.