αναταξιμότητα


αναταξιμότητα
Προφορά

Ετυμολογία
αναταξιμότητα ανατάξιμος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αναταξιμότητα

✦ η δυνατότητα κάποιου να αναταχθεί, να τοποθετηθεί στην αρχική του θέση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.