ανατέμνω
Προφορά
Ετυμολογία
ανατέμνω αρχαία ελληνική ἀνα-τέμνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ανατέμνω
✦ τέμνω, κόβω, χαράζω
✦ εκτελώ ανατομή, ενεργώ ανατομική εξέταση σε πτώματα ανθρώπων ή ζώων
✦ (μτφ. ) εξετάζω με σχολαστική προσοχή και ακρίβεια, αναλύω με κάθε λεπτομέρεια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–