ανατέλλω
Προφορά
Ετυμολογία
ανατέλλω αρχαία ελληνική ἀνα-τέλλω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ανατέλλω
✦ (για τον ήλιο και τα ουράνια σώματα) αναφαίνομαι πάνω από τον ορίζοντα, εμφανίζομαι στο στερέωμα
✦ (γεν.) προβάλλω, φανερώνομαι: ούτε κανείς πια ξέρει αν πάλι θ’ ανατείλουν τα παιδικά σου μάτια (Κ. Καρυωτάκης) – είναι η τρελή ροδιά που ξεφωνίζει την καινούρια ελπίδα που ανατέλλει; (Οδ. Ελύτης)
✦ (μτφ. ) αρχίζω: ανατέλλει νέα εποχή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
δύω, βασιλεύω, γέρνω
Επιρρήματα
–