ανασταλτικός


ανασταλτικός
Προφορά

Ετυμολογία
ανασταλτικός μεταγενέστερη ελληνική ἀνασταλτικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανασταλτικός -ή, -ό

✦ ο ικανός ή κατάλληλος να αναστείλει, να εμποδίσει: μέτρα ανασταλτικά της αισχροκέρδειας – η απόφαση δεν έχει ανασταλτικό χαρακτήρα (δεν αναστέλλει την έκτιση της ποινής)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ανασταλτικά (Κ ανασταλτικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.