ανασταίνω
Προφορά
Ετυμολογία
ανασταίνω από τα αρχαία ελληνικά ἀνίστημι – ἀνίσταμαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ανασταίνω
✦ επαναφέρω στη ζωή, ξαναζωντανεύω
✦ ανατρέφω, μεγαλώνω: τον ανάστησε κάποια θεια του
✦ (μτφ. ) ζωογονώ: αυτό το κρασί ανασταίνει
✦ εορτάζω την Ανάσταση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–