αναστάσιμος


αναστάσιμος
Προφορά

Ετυμολογία
αναστάσιμος ανάστασις

Ερμηνεία
επίθετο┘ αναστάσιμος -η, -ο

✦ ο αναφερόμενος στην Ανάσταση του Χριστού
✦ εορταστικός, πανηγυρικός
✦ ουδ. τα αναστάσιμα ως ουσ., τα τροπάρια της Αναστάσεως

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αναστάσιμα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.