ανασκοπή


ανασκοπή
Προφορά

Ετυμολογία
ανασκοπή μεταγενέστερη ελληνική ἀνασκοπή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ανασκοπή

✦ ανασκόπηση (βλ. λ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.