ανασκιρτώ


ανασκιρτώ
Προφορά

Ετυμολογία
ανασκιρτώ μεταγενέστερη ελληνική ἀνα-σκιρτῶ

Ερμηνεία
ρήμα ανασκιρτώ -άς, -ά

✦ τινάζομαι ελαφρά, από έντονο συναίσθημα (χαρά, προσδοκία κτλ.): μόλις άκουσε τ’ όνομά της ανασκίρτησε

Συνώνυμα
αναριγώ
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.