ανασκευαστής


ανασκευαστής
Προφορά

Ετυμολογία
ανασκευαστής ανασκευάζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ανασκευαστής

✦ θηλ. ανασκευάστρια αυτός που ανασκευάζει κάτι, που αναιρεί ή διαψεύδει κάτι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.