αναπότρεπτος


αναπότρεπτος
Προφορά

Ετυμολογία
αναπότρεπτος μεταγενέστερη ελληνική ἀναπότρεπτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αναπότρεπτος -η, -ο

✦ που δεν μπορεί να αποτραπεί: μέσα στους αναπότρεπτους κλυδωνισμούς μιας ταραγμένης ζωής (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα
άφευκτος, αναπόφευκτος, αναπόδραστος
Αντίθετα

Επιρρήματα
αναπότρεπτα (Κ αναποτρέπτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.