αναπόσπαστος


αναπόσπαστος
Προφορά

Ετυμολογία
αναπόσπαστος μεταγενέστερη ελληνική ἀναπόσπαστος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αναπόσπαστος -η, -ο

✦ που δεν μπορεί να αποσπασθεί, να αποχωριστεί: αναπόσπαστο τμήμα – η εικόνα του Θεού είναι αναπόσπαστο μέρος της εικόνας του ανθρώπου (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα
αχώριστος, αξεχώριστος
Αντίθετα

Επιρρήματα
αναπόσπαστα (Κ αναποσπάστως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.