αναπόδειχτος


αναπόδειχτος
Προφορά

Ετυμολογία
αναπόδειχτος αρχαία ελληνική ἀναπόδεικτος

Ερμηνεία
αναπόδειχτος

✦ κ. αναπόδειχτος, -η, -ο επίθ. (Κ -κτος, -ον) που δεν έχει αποδειχτεί ή δεν μπορεί να αποδειχτεί

Συνώνυμα

Αντίθετα
αποδεδειγμένος
Επιρρήματα
αναπόδεικτα, -ειχτα (Κ αναποδείκτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.