αναπόγραφος


αναπόγραφος
Προφορά

Ετυμολογία
αναπόγραφος μεταγενέστερη ελληνική ἀναπόγραφος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αναπόγραφος -η, -ο

✦ αυτός που δεν απογράφηκε, δεν έχει γραφτεί σε πίνακες
✦ (για εμπόρευμα) που δεν είναι γραμμένο στο δασμολόγιο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αναπόγραφα κ.αναπογράφως, χωρίς απογραφή

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.