αναπτερώνω
Προφορά
Ετυμολογία
αναπτερώνω αρχαία ελληνική ἀναπτερόω -ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αναπτερώνω
✦ δίνω φτερά, ενθαρρύνω, εμψυχώνω
✦ αναζωογονώ, τονώνω: αναπτερώθηκαν οι ελπίδες του – αναφτερώθηκε το ηθικό του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–