αναπροσανατολισμός
Προφορά
Ετυμολογία
αναπροσανατολισμός ανά + προσανατολισμός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αναπροσανατολισμός
✦ νέος προσανατολισμός, καθορισμός νέας πορείας ή θέσεων: αναπροσανατολισμός της παιδείας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–