αναποφάσιστος


αναποφάσιστος
Προφορά

Ετυμολογία
αναποφάσιστος ἀ στερητικό + αποφασίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αναποφάσιστος -η, -ο

✦ ο διστακτικός στη λήψη αποφάσεων
✦ ουδ. το αναποφάσιστον ως ουσ., η αναποφασιστικότητα

Συνώνυμα

Αντίθετα
αποφασιστικός
Επιρρήματα
αναποφάσιστα (Κ αναποφασίστως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.