αναπορρόφητος


αναπορρόφητος
Προφορά

Ετυμολογία
αναπορρόφητος αν- + απορροφώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ αναπορρόφητος -η, -ο

✦ αυτός που δεν έχει απορροφηθεί ή δεν μπορεί να απορροφηθεί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.