αναπολώ
Προφορά
Ετυμολογία
αναπολώ αρχαία ελληνική ἀναπολέω -ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αναπολώ -είς, -εί
✦ επαναφέρω στη μνήμη μου: τα παρελθόντα αναπολώ στις σπίθες και στις στάχτες (Τ. Παπατσώνης)
Συνώνυμα
αναθυμούμαι, αναλογίζομαι
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–