αναποζημίωτος


αναποζημίωτος
Προφορά

Ετυμολογία
αναποζημίωτος αν- στερητικό + αποζημιόω -ώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ αναποζημίωτος -η, -ο

✦ αυτός που δεν αποζημιώθηκε ή δεν μπορεί να αποζημιωθεί

Συνώνυμα
αναποζημίωτα (Κ αναποζημιώτως)
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.