αναπληρώτρια
Προφορά
Ετυμολογία
αναπληρώτρια αναπληρώνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αναπληρώτρια
✦ θηλ. αναπληρώτρια που αναπληρώνει κάποιον, αντικαταστάτης
✦ αναπληρωτής καθηγητής, τίτλος πανεπιστημιακού καθηγητή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–