ανανηπτικός


ανανηπτικός
Προφορά

Ετυμολογία
ανανηπτικός ανανήφω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανανηπτικός -ή, -ό

✦ αυτός που συντελεί στην ανάνηψη, που μπορεί να επαναφέρει κάποιον σε κατάσταση νηφαλιότητας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.