αναμόχλευση
Προφορά
Ετυμολογία
αναμόχλευση μεταγενέστερη ελληνική ἀναμόχλευσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αναμόχλευση
✦ ανασήκωμα με μοχλό
✦ (μτφ. ) ανακίνηση, αναζωπύρωση: η αναμόχλευση των πολιτικών παθών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–