αναμορφώτρια
Προφορά
Ετυμολογία
αναμορφώτρια αρχαία ελληνική ἀναμορφωτής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αναμορφώτρια
✦ θηλ. αναμορφώτρια ο δημιουργός ή εισηγητής νέων τρόπων ζωής, κανόνων συμπεριφοράς
✦ που θέτει νέες βάσεις που ριζικά βελτιώνει κάτι: αναμορφωτής της ελληνικής δημοσιογραφίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–