αναμορφωτικός


αναμορφωτικός
Προφορά

Ετυμολογία
αναμορφωτικός από το ρ. αναμορφώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αναμορφωτικός -ή, -ό

✦ ο ικανός ή κατάλληλος για αναμόρφωση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αναμορφωτικά (Κ αναμορφωτικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.