αναμισθωτής


αναμισθωτής
Προφορά

Ετυμολογία
αναμισθωτής αναμισθώνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αναμισθωτής

✦ θηλ. αναμισθώτρια (για ιδιοκτήτη και ενοικιαστή) αυτός που κάνει αναμίσθωση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.