αναμηρυκασμός


αναμηρυκασμός
Προφορά

Ετυμολογία
αναμηρυκασμός αναμηρυκάζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αναμηρυκασμός

✦ το ξαναμάσημα της τροφής των μηρυκαστικών ζώων
(μτφ. ) περιττή επανάληψη γνωστών πραγμάτων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.