αναμετρώ
Προφορά
Ετυμολογία
αναμετρώ αρχαία ελληνική ἀνα-μετρέω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αναμετρώ -άς, -ά
✦ ξαναμετρώ
✦ λογαριάζω, υπολογίζω
✦ σταθμίζω με προσοχή, κρίνω από κάθε άποψη: πρέπει να αναμετρήσεις τις ευθύνες σου
✦ φέρνω στο νου μου, αναλογίζομαι: κι αναμετράει τις ώρες, πότε θα πέσουν πάλι τα σκοτάδια του βραδιού (Τ. Παπατσώνης)
✦ στον παθητ. τύπο αναμετρώμαι κ. αναμετριέμαι, έρχομαι σε σύγκρουση, για την ανάδειξη του καλύτερου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–