ανακλώ


ανακλώ
Προφορά

Ετυμολογία
ανακλώ αρχαία ελληνική ἀνακλάω-ῶ

Ερμηνεία
ρήμα ανακλώ -άς, -ά

✦ προκαλώ ανάκλαση
✦ (μέσ.) ανακλώμαι, εκστρέφομαι με την πρόσκρουση: το φως ανακλάται στον καθρέπτη

Συνώνυμα
αντανακλώ, αντανακλώμαι
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.