ανακατωτός


ανακατωτός
Προφορά

Ετυμολογία
ανακατωτός ανακατώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανακατωτός -ή, -ό

✦ ανακατεμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ανακατωτά, εύχρ. στη φρ.σκόρπια κι ανακατωτά ήαπ’ έξω κι ανακατωτά:ήξερε απ’ έξω κι ανακατωτά την κάθε λεπτομέρεια (Άγγ. Τερζάκης)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.