ανακατεύω
Προφορά
Ετυμολογία
ανακατεύω ανάκατος
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ανακατεύω
✦ αναμειγνύω διάφορα πράγματα
✦ αναταράζω, ανακινώ
✦ χαλώ την τάξη, αναστατώνω
✦ εμπλέκω: μη με ανακατεύεις σ’ αυτές τις υποθέσεις
✦ προκαλώ αναγούλα: αυτό το φαΐ με ανακάτεψε
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–