ανακαινίστρια


ανακαινίστρια
Προφορά

Ετυμολογία
ανακαινίστρια ανακαινίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ανακαινίστρια

✦ θηλ. ανακαινίστρια ο εισηγητής νέων ιδεών, αναμορφωτής, μεταρρυθμιστής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.