ανακαθιστός


ανακαθιστός
Προφορά

Ετυμολογία
ανακαθιστός ανακαθίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανακαθιστός -ή, -ό

✦ ο καθισμένος με τον κορμό όρθιο και τα πόδια απλωμένα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.