ανακαθίζω
Προφορά
Ετυμολογία
ανακαθίζω αρχαία ελληνική ἀνα-καθίζω
Ερμηνεία
ανακαθίζω
✦ βάζω κάποιον να καθίσει με όρθιο τον κορμό και τα πόδια απλωμένα
✦ (αμτβ.) κάθομαι με τα πόδια απλωμένα και όρθιο το κορμί
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–