αναισθησία
Προφορά
Ετυμολογία
αναισθησία αρχαία ελληνική ἀναισθησία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αναισθησία
✦ μερική ή ολική έλλειψη αισθήσεως
✦ αναλγησία, αδιαφορία, απονιά
✦ (ειδ.) τεχνητή νάρκωση, αναισθητοποίηση σε χειρουργική επέμβαση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
αισθητικότητα ,ευαισθησία
Επιρρήματα
–