αναιρεσίβλητος


αναιρεσίβλητος
Προφορά

Ετυμολογία
αναιρεσίβλητος αναιρεσιβάλλω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αναιρεσίβλητος -η, -ο

✦ αυτός εναντίον του οποίου υποβάλλεται αίτηση αναιρέσεως

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.