αναδιπλώνω
Προφορά
Ετυμολογία
αναδιπλώνω αρχαία ελληνική ἀναδιπλόω -ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αναδιπλώνω
✦ διπλώνω και πάλι, ξαναδιπλώνω
✦ αναδιπλώνομαι, συσπειρώνομαι, συμπτύσσομαι, μαζεύομαι
✦ (μτφ. ) δείχνω τάσεις συμβιβασμού ή υποχώρησης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–