αναδιπλασιασμός


αναδιπλασιασμός
Προφορά

Ετυμολογία
αναδιπλασιασμός αναδιπλασιάζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αναδιπλασιασμός

✦ ο εκ νέου διπλασιασμός
✦ (στη γραμματική) η επανάληψη φθόγγων, στην αρχή μιας λέξης, ειδ. σε ρηματικούς τύπους (π.χ. στη μτχ. τετελεσμένος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.