αναδεύω


αναδεύω
Προφορά

Ετυμολογία
αναδεύω μεταγενέστερη ελληνική ἀναδεύω

Ερμηνεία
ρήμα αναδεύω

✦ ανακατώνω
✦ αναταράζω
✦ (αμτβ. κ. μέσ.) αναδεύομαι, ανασαλεύω, κινούμαι ελαφρά: αναδεύτηκε στον ύπνο του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.