αναδείχνω
Προφορά
Ετυμολογία
αναδείχνω αρχαία ελληνική ἀναδεικνύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αναδείχνω
✦ δείχνω κάτι σηκώνοντάς το ψηλά
✦ κάνω κάποιον σπουδαίο, καταξιώνω
✦ εκλέγω
✦ αναδείχνομαι, διαπρέπω, ευδοκιμώ, προκόβω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–