αναδάσιμος


αναδάσιμος
Προφορά

Ετυμολογία
αναδάσιμος μεσαιωνική ελληνική ἀναδάσιμος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αναδάσιμος -η, -ο

✦ αυτός που μπορεί ή πρέπει να διαμοιρασθεί ξανά, που επιδέχεται αναδασμό: αναδάσιμες εκτάσεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.