αναγραμματισμός
Προφορά
Ετυμολογία
αναγραμματισμός αναγραμματίζω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αναγραμματισμός
✦ ο σχηματισμός νέων λέξεων ή φράσεων με τη μετάθεση γραμμάτων σε μια λέξη ή φράση (π.χ. Μάνη – νήμα)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–