αναγούλα


αναγούλα
Προφορά

Ετυμολογία
αναγούλα αναγουλιάζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αναγούλα

✦ τάση για εμετό
(μτφ. ) κάτι που προκαλεί αηδία, ναυτία

Συνώνυμα
λιγούρα, ανακάτεμα
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.