αναγορεύσιμος


αναγορεύσιμος
Προφορά

Ετυμολογία
αναγορεύσιμος αναγορεύω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αναγορεύσιμος -η, -ο

✦ αυτός που μπορεί ή αξίζει να του απονείμουν ορισμένο τίτλο ή αξίωμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.