αναβολισμός
Προφορά
Ετυμολογία
αναβολισμός αναβάλλω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αναβολισμός
✦ το σύνολο των κυτταρικών αντιδράσεων που συμμετέχουν στη σύνθεση συστατικών ή προϊόντων του κυττάρου από απλούστερες ουσίες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–