αναβολέας


αναβολέας
Προφορά

Ετυμολογία
αναβολέας μεταγενέστερη ελληνική ἀναβολεύς

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αναβολέας

✦ ο σιδερένιος κρίκος που κρέμεται από τη σέλα και που πατά ο ιππέας για να ανεβεί στο άλογο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.