αναβλητικός
Προφορά
Ετυμολογία
αναβλητικός αναβάλλω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αναβλητικός -ή, -ό
✦ αυτός που συνηθίζει να αναβάλλει, να μεταθέτει τον χρόνο των ενεργειών, των αποφάσεών του
✦ (για πράγματα ή καταστάσεις) ο αίτιος αναβολής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
αναβλητικά (Κ αναβλητικώς)